Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Ομιλία της Βουλευτή του Δημοκρατικού Κόμματος Αθηνάς Κυριακίδου στα πλαίσια της συζήτησης στο Κεφάλαιο Δ’ για το θέμα "Η κυβερνητική πρόταση που αφορά τα νέα αναλυτικά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού"

Σήμερα η εκπαίδευση καλείται να ανταποκριθεί στις προκλήσεις και τις ανάγκες που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας. Η εκρηκτική διεύρυνση της γνώσης, οι παγκοσμιοποιημένες σχέσεις, οι μεταβολές στο χώρο εργασίας και παραγωγής, τα νέα κοινωνικά ζητήματα, οι πολυσυλλεκτικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη την εκπαιδευτική διαδικασία.

Τα δεδομένα στην εκπαίδευση καταδεικνύουν ότι ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2010 για βελτιώσει της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης έχει αποτύχει. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, 15% των Ευρωπαίων πολιτών κάτω των 15 ετών είναι λειτουργικά αναλφάβητοι. Δεν έχουν τις βασικές γνώσεις και δεξιότητες είτε αυτές είναι παραδοσιακές όπως η γραφή, η ανάγνωση και η αριθμητική είτε είναι νεότερες όπως οι ξένες γλώσσες, η τεχνολογία και η πληροφορική. Στην Κύπρο, σύμφωνα με την έκθεση της υπηρεσίας εκπαιδευτικής ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας για το 2009, οι παραπομπές αυξήθηκαν κατά 20.3%, οι μαθησιακές δυσκολίες αυξήθηκαν κατά 32.9% και η παραβατική συμπεριφορά αυξήθηκε κατά 12.7%. Τα αναλυτικά προγράμματα είναι βαρυφορτωμένα με πληροφορίες, η μέθοδος διδασκαλίας είναι δασκαλοκεντρική µε την οποία επιδιώκεται η μεταβίβαση γνώσεων από το δάσκαλο στο μαθητή χωρίς την ενεργό συμμετοχή του τελευταίου που έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση των δεξιοτήτων, του τρόπου σκέψης και των ικανοτήτων του μαθητή. Το σχολείο σήμερα, έχει αποκτήσει ένα εξεταστοκεντρικό χαρακτήρα αφού αντιμετωπίζεται μόνο ως μέσω πρόσβασης στα εκπαιδευτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και υποβαθμίζεται συνεχώς.

Τα δεδομένα αυτά, οδηγούν στην ανάγκη για επαναπροσδιορισμό του ρόλου του σχολείου, των μεθόδων και των περιεχομένων της εκπαίδευσης και στην ανάγκη αλλαγών στις ίδιες τις δομές της εκπαίδευσης, στις νοοτροπίες και στις στάσεις όλων των εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Επομένως, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι μια αναγκαία διαδικασία, η οποία μπορεί να συνδράμει αποτελεσματικά στην ανάπτυξη και στην πρόοδο της κυπριακής εκπαίδευσης και της κυπριακής κοινωνίας, δίνοντας λύσεις σε αυτά τα προβλήματα. Πρόσφατα, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, δημοσίευσε την πρόταση της Επιτροπής των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων που αποσκοπεί στη δημιουργία ενός σύγχρονου, δημοκρατικού και ανθρώπινου σχολείου. Η επαναδιαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων αποτελεί την καρδιά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Είναι το συμβόλαιο της πολιτείας με τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς. Είναι το όραμα της ανάπτυξης του πολίτη και της κοινωνίας, αφού τα αναλυτικά προγράμματα καθορίζουν τις γνώσεις, τις ικανότητες και τις δεξιότητες που θα μεταφερθούν προς τους μαθητές, ώστε να καταστούν ικανοί για δημιουργική συμμετοχή στη σύγχρονη κοινωνία των πολιτών αλλά και στην απαιτητική αγορά εργασίας. Ο σύγχρονος πολίτης πρέπει να έχει τα προσόντα να ζήσει, να δημιουργήσει και να εργαστεί στη σύγχρονη κοινωνία και ταυτόχρονα να μπορεί να ικανοποιήσει τις προσωπικές ανάγκες και αναζητήσεις του.

Οι ευρωπαϊκές και διεθνείς εμπειρίες στον τομέα της εκπαίδευσης προϋποθέτουν ότι τα αναλυτικά προγράμματα πρέπει να είναι ευέλικτα ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της κοινωνίας και του μαθητή, να είναι αποδεκτά από την κοινωνία μέσα στην οποία θα λειτουργήσουν, να είναι συνοπτικά σε σχέση με την ποσότητα, τον όγκο των ειδών μάθησης και το διαθέσιμο χρόνο διδασκαλίας, να διατηρούν την ισορροπία ως προς τα είδη μάθησης ώστε να επιτυγχάνεται η ολόπλευρη ανάπτυξη του μαθητή, να περιέχουν έγκυρες επιστημονικές και παιδαγωγικές αρχές και προσεγγίσεις και να είναι λειτουργικά ώστε να εφαρμοστούν αποτελεσματικά.

Ο σκοπός των αναλυτικών προγραμμάτων, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο ως προς το περιεχόμενο τους. Δεδομένης της τεράστιας παραγωγής γνώσης, ένα μεγάλο μέρος της αδυνατεί να συμπεριληφθεί στο περιορισμένο πλαίσιο λειτουργίας του σχολείου. Κατά συνέπεια, η πολύτιμη αυτή γνώση και οι δεξιότητες που απαιτούνται για την αξιοποίησή της οδηγούν στην ανάγκη διαθεματικής προσέγγισης της σχολικής γνώσης. Πιο συγκεκριμένα, οι δεξιότητες που απαιτούνται για ένα δημιουργικό έργο, αποτελούν στοιχεία που δεν ανήκουν αποκλειστικά σε κάποιο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο αλλά αναπτύσσονται μέσω της διαθεματικής προσέγγισης. Το αναλυτικό πρόγραμμα θα πρέπει να λειτουργεί ως εργαλείο μάθησης ενός γνωστικού αντικειμένου και παράλληλα ως μέσω ενίσχυσης των γλωσσικών δεξιοτήτων, όπως η γραμματική ή η δημιουργική γραπτή έκφραση.

Εξάλλου η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2020 προβλέπει την καλλιέργεια ικανοτήτων και δεξιοτήτων που θα καθιστούν τους πολίτες έτοιμους να ανταποκριθούν τόσο στην απαιτητική αγορά εργασίας όσο και στην ενεργό συμμετοχή στα κοινά. Επομένως, μέσα από τα νέα αναλυτικά προγράμματα είναι αναγκαίο να καλλιεργούνται στους μαθητές ικανότητες και δεξιότητες όπως:
• η δεξιότητα της επικοινωνίας,

• η δεξιότητα της αποτελεσματικής χρήσης των αριθμών και των μαθηματικών εννοιών στην καθημερινή ζωή,

• η δεξιότητα- ικανότητα χρήσης ποικίλων πηγών και εργαλείων πληροφόρησης και επικοινωνίας με στόχο αφενός την εξεύρεση, ανάλυση, αξιολόγηση και παρουσίαση πληροφοριών και, αφετέρου, την προστασία από την πληροφοριακή ρύπανση,

• η ικανότητα συνεργασίας με άλλα άτομα σε ομαδικές εργασίες, μέσα από το σεβασμό, την αναγνώριση και τη βέλτιστη κοινωνική αλληλεπίδραση,

• η ικανότητα βελτίωσης της ατομικής επίδοσης και παρουσίας μέσα από τον αναστοχασμό, την εξεύρεση λύσεων, την κριτική αξιολόγηση της εργασίας τους με βάση εσωτερικά και εξωτερικά κριτήρια,

• η ικανότητα της επίλυσης προβλημάτων μέσα από την καλλιέργεια των απαραίτητων δεξιοτήτων και στρατηγικών σχεδιασμού, ελέγχου, ανατροφοδότησης και διορθωτικής παρέμβασης,

• η ικανότητα ορθολογικών επιλογών (σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο), οι οποίες εξασφαλίζουν την προστασία του περιβάλλοντος,

• η ικανότητα διαχείρισης πόρων (φυσικών, οικονομικών, κοινωνικών κ.τ.λ.),

• η ικανότητα αξιοποίησης γνώσεων και δεξιοτήτων για την προστασία της υγείας σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο,

• η ικανότητα της δημιουργικής επινόησης,

• η ικανότητα "ευαίσθητης αντίληψης της τέχνης", η θετική αποδοχή και η δημιουργία τέχνης,

• η αξιοποίηση γνώσεων και η υιοθέτηση κατάλληλων αξιών για τη διαμόρφωση προσωπικής άποψης στη λήψη αποφάσεων,

• η απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων και

• η ικανότητα για κριτική επεξεργασία πληροφοριών, αξιών και παραδοχών.

Αυτές οι ικανότητες αποσκοπούν στην αποτελεσματική μάθηση για όλους τους μαθητές, στην εξασφάλιση της δυνατότητας γενίκευσης της γνώσης που αποκτήθηκε και μεταφοράς της σε άλλα περιβάλλοντα και περιστάσεις, αποτελώντας έτσι ένα ισχυρό εργαλείο δια βίου μάθησης.

Η αναδιαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων δεν επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσο της αλλαγής στην φιλοσοφία και στο περιεχόμενο τους, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο εφαρμογής και υποστήριξης τους. Η επίτευξη του σκοπού και των στόχων των αναλυτικών προγραμμάτων, απαιτούν νέες σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας μέσα από τις οποίες οι ρόλοι τόσο του εκπαιδευτικού όσο και του μαθητή αλλάζουν ριζικά. Ο μαθητής δεν πρέπει να είναι απλός δέκτης πληροφοριών και εφαρμοστής οδηγιών, αλλά να συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία της μάθησής του μέσα από διαπροσωπική συζήτηση και επικοινω¬νία. Η σύγχρονη διδακτική μεθοδολογία δεν αποσκοπεί μόνο στην μετάδοση γνώσεων, αλλά προωθεί τη δημιουργική δράση, βασίζεται στην μάθηση μέσω ανακάλυψης, ενθαρρύνει την συνεργατική μάθηση, ενισχύει την ανάπτυξη δεξιοτήτων, ενθαρρύνει την κριτική σκέψη, αποθαρρύνει τη γραμμική μέθοδο διδασκαλίας και ενθαρρύνει τη συλλογική δράση.

Σίγουρα, καμιά εκπαιδευτική μέθοδος δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς την ουσιαστική συμβολή των εκπαιδευτικών. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να αναπτύσσει και να σχεδιάζει την πρακτική διαδικασία για την τάξη του σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κάθε κατάστασης, να επιλέγει, να αναπτύσσει και να μετατρέπει τα μέσα - τα εγχειρίδια, τα όργανα και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί, να μορφοποιεί εναλλακτικές προτάσεις και αποφάσεις, να συμμετέχει ενεργά στη λήψη των κατάλληλων αποφάσεων ανάλογα με τις τοπικές ιδιαιτερότητες, τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των μαθητών του και να αξιολογεί υπεύθυνα τα αποτελέσματα.

Για να μπορέσει ο εκπαιδευτικός να αντεπεξέλθει στο νέο αυτό ρόλο και να εφαρμόσει τις σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, χρειάζεται κατάλληλη επιμόρφωση και επαρκή σχολικά ιδρύματα, με όλα τα απαραίτητα μέσα για την υλοποίηση των προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής και των διευκολύνσεων για χρήση της τεχνολογίας.

Η τεχνολογία έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει την αναδόμηση ενός εκπαιδευτικού συστήματος και του αναλυτικού προγράμματος που προσφέρει. Από την άλλη, όμως, ένα εκπαιδευτικό σύστημα, εάν διαμορφωθεί κατάλληλα, μπορεί να υποστηρίξει την εισαγωγή της τεχνολογίας στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η απλουστευμένη αντίληψη ότι το μόνο που χρειάζεται για να πετύχει η εισαγωγή εκπαιδευτικής τεχνολογίας στα σχολεία είναι να αγοραστούν ηλεκτρονικοί υπολογιστές είναι λανθασμένη. Ο προϋπολογισμός ενός εκπαιδευτικού συστήματος για την εισαγωγή τεχνολογιών στα σχολεία δεν πρέπει να ξοδεύεται αποκλειστικά για την απόκτηση υλικοτεχνικής υποδομής. Υπολογισμοί έχουν δείξει ότι μια καλή κατανομή ενός προϋπολογισμού είναι να αφιερωθεί το ένα τρίτο του προϋπολογισμού για αγορά εξοπλισμού, το ένα τρίτο για αγορά λογισμικών και το ένα τρίτο για επιμόρφωση των εκπαιδευτικών (Web-Based Commission, 2000).

Ο εκπαιδευτικός για να μπορεί να ανταποκριθεί στο έργο του δεν πρέπει να αρκείται στα εφόδια των προπτυχιακών σπουδών του αλλά έχει ανάγκη από διαρκή ενημέρωση στις εξελίξεις τόσο της επιστήμης του όσο και του τομέα των επιστημών της αγωγής, ανανεώνοντας επαρκώς το γνωστικό του εξοπλισμό. Η διαρκής επιμόρφωση του εκπαιδευτικού συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό των παιδαγωγικών του αντιλήψεων, στην ανανέωση του περιεχομένου διδασκαλίας λόγω της παραγωγής νέας γνώσης. Παράλληλα μπορεί να του παρέχει διαρκή επιστημονική υποστήριξη στο δύσκολο έργο του κάνοντάς τον ενεργό “συστατικό” της οποιασδήποτε σχεδιαζόμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να εκφράσω την διαφωνία μου με το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού να προχωρήσει στην κατάθεση πρότασης σχετικά με την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών πριν ολοκληρωθούν τα αναλυτικά προγράμματα. Το απλό ερώτημα που προκύπτει είναι πως θα επιμορφωθούν οι εκπαιδευτικοί όταν τα το περιεχόμενο τον αναλυτικών προγραμμάτων δεν έχει ακόμη καθοριστεί αφού η επιτροπή για τα αναλυτικά προγράμματα βρίσκεται στο στάδιο αξιολόγησης των εισηγήσεων και των προτάσεων για τα αναλυτικά προγράμματα που προέκυψαν από το δημόσιο διάλογο που προηγήθηκε τους τελευταίους μήνες. Δεν θα έπρεπε πρώτα να καθοριστεί το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων και στη βάση αυτού να διαμορφωθούν τα προγράμματα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών;

Τα θέματα της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού έργου και του εκπαιδευτικού αποτελούν παράγοντες καθοριστικής σημασίας για ποιοτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Η μετάβαση από το παρόν σύστημα αξιολόγησης σε ένα σύστημα βασισμένο σε αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια και μεθόδους, αποτελεί μονόδρομο ως προς την επίτευξη του στόχου για αναβάθμιση της παρεχόμενης παιδείας. Φυσικά, η αλλαγή στο σύστημα αξιολόγησης, πρέπει να γίνει σε συνδυασμό με όλες τις άλλες εκπαιδευτικές παραμέτρους ώστε να συμβάλει θετικά στην ουσιαστική εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.

Βέβαια, προκύπτουν σημαντικά πρακτικά ερωτήματα σε σχέση με τα ίδια τα αναλυτικά προγράμματα τα οποία θα πρέπει να απαντηθούν όπως:

• Ποιος θα παράξει το εκπαιδευτικό υλικό. Εάν είναι σε συνεργασία με την Ελλάδα δεν θα έπρεπε να είμαστε σε συνεννόηση μαζί τους; Τα βιβλία που έχουμε θα αξιολογηθούν; Και εάν ναι από ποιόν;

• Τα αναλυτικά προγράμματα θα αξιολογούνται; Και από ποιους;

• Ποια η εμπλοκή του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου;

• Πως συμμετέχουν ενεργά τα τρία θεσμοθετημένα συμβούλια Δημοτικής, Μέσης και Ανώτατης Παιδείας;

• Ποιοι οι όροι εντολής του κ. Τσιάκαλου; εκφράζει προσωπικές απόψεις ή τις απόψεις του Υπουργείου;

Η οποιαδήποτε εκπαιδευτική αλλαγή πρέπει να είναι πολυεπίπεδη και να συνοδεύεται από υποστηρικτικούς μηχανισμούς που θα λειτουργήσουν ευνοϊκά προς την αποτελεσματική εφαρμογή της. Η παγίδευση σε μανιφέστα και διακηρύξεις, η μη παρακολούθηση της εφαρμογής των αλλαγών και της αλληλεξάρτησης τους, η εφαρμογή αλληλοσυγκρουόμενων πολιτικών, η έμφαση μόνο σε θεσμοποιημένες αλλαγές χωρίς εσωτερική μεταρρύθμιση, οι αλλαγές χωρίς αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας είναι παράγοντες που οδηγούν προς την ακύρωση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Επίσης, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση οδηγείται σε αποτυχία όταν σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής δεν τηρούνται οι κλασικοί πια δείκτες της ΟΥΝΕΣΚΟ. Δηλαδή, να υπάρχουν κατάλληλα και επαρκή σχολικά ιδρύματα με όλα τα απαραίτητα έργα υποδομής και μέσα για την υλοποίηση των προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής και των διευκολύνσεων για χρήση της τεχνολογίας, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και μέσα πρέπει να είναι προσβάσιμα σε όλους, χωρίς διακρίσεις για άτομα με οποιαδήποτε διαφορετικότητα, σωματική, γεωγραφικής και εθνικής προέλευσης, οικονομικής δυνατότητας, η παρεχόμενη εκπαίδευση και τα προγράμματα να είναι αποδεκτά από την κοινωνία μέσα στην οποία θα λειτουργήσουν, η εκπαίδευση πρέπει να παρέχεται δωρεάν, οπωσδήποτε και πάντα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και σταδιακά και στις υπόλοιπες βαθμίδες ή τουλάχιστον να χρηματοδοτείται με τρόπο που να γίνεται προσβάσιμη σε όλους, και τα προγράμματα και η εκπαίδευση εν γένει να είναι ευέλικτη ούτως ώστε να προσαρμόζεται σε αποκλίνουσες ανάγκες και κοινωνίες μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο και αλληλοεπηρεαζόμενο κόσμο.

Η αναδιαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων, δεν συνιστά από μόνη της ποιοτική Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση. Όσο προοδευτικό κι αν είναι το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, αν δεν συντονιστεί με τις υπόλοιπες παιδαγωγικές παραμέτρους, αν η στρατηγική προσέγγισης του διδακτέου δεν διακατέχεται από προοδευτικές αντιλήψεις, δεν είναι δυνατή η επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων. Η αλλαγή θα πρέπει να γίνει και σε όλους τους άλλους παράγοντες που συνδιαμορφώνουν ή επηρεάζουν καθοριστικά την ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. Η επαναθεώρηση των ρόλων μαθητή, εκπαιδευτικού και σχολείου, ο επαναπροσδιορισμός των απαιτήσεων της κοινωνίας από τα μέλη της, η αυτονόμηση της σχολικής μονάδας ώστε να καταστεί ευέλικτη, η συνεχόμενη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, η υλικοτεχνική υποδομή και η χρήση των νέων τεχνολογιών, η αύξηση των δαπανών για την εκπαιδευτική έρευνα, θα οδηγήσουν προς την κατεύθυνση μιας ουσιαστικής μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση και στην ίδια την κοινωνία. Ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός πρέπει να είναι τέτοιος που να μπορεί να μετασχηματίζεται σε εκπαιδευτική και κοινωνική πράξη. Για να γίνει αυτό χρειάζονται πολλά περισσότερα από τα αναλυτικά προγράμματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου